- ουρανίδης
- οὐρανίδης, δωρ. τ. οὐρανίδας, ὁ (Α)1. ο γιος τού Ουρανού («Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου», Πίνδ.)2. ως επίθ. ουράνιος («κήρυσσε θεοὺς τοὺς τ' οὐρανίδας τοὺς θ' ὑπὸ γαῑαν», Ευρ.)3. στον πληθ. oἱ Οὐρανίδαιπροσωνυμία τών δώδεκα τέκνων τού Ουρανού και τής Γης, οι Τιτάνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Οὐρανός + κατάλ. -ίδης (πρβλ. κρον-ίδης)].
Dictionary of Greek. 2013.